- ἀναπαλαίω
- ἀναπᾰλαίω,A retrieve by contest,
τὰ σφάλματα J.BJ4.1.6
.II ἀ. τὰς ὑποσχέσεις retract, Sch.Od.8.567.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ σφάλματα J.BJ4.1.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπαλαίω — (Α ἀναπαλαίω) μσν. νεοελλ. επαναλαμβάνω την πάλη, διεξάγω νέον αγώνα μσν. αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ αρχ. επανορθώνω κάτι με νέον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa * + παλαίω. ΠΑΡ. μσν. ἀναπάλαισις] … Dictionary of Greek
αναπάλαισις — ἀναπάλαισις ( εως), η (Μ) [ἀναπαλαίω] η ανανέωση τής πάλης, τού αγώνα … Dictionary of Greek